- σολβόλυση
- η, Νχημ. η διαλυτόλυση, χημική αντίδραση πραγματοποιούμενη σε διαλύματα, κατά την οποία ο διαλύτης είναι ένα από τα αντιδρώντα σώματα και βρίσκεται σε πολύ μεγάλη περίσσεια σε σχέση με την ελάχιστη απαιτούμενη ποσότητα για την πραγματοποίηση τής αντίδρασης.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. solvolysis < solvo- (< λατ. solveo «λύνω») + lysis (< λύση)].
Dictionary of Greek. 2013.